κἄλλῃ

κἄλλῃ
ἄλλῃ , ἄλλῃ
indeclform (adverb)
ἄλλῃ , ἄλλος
y
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάλλη — κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CALLA — apud Plin. l. 27. c. 8. duorum generum est: una sinnlis aro alterum genus eius quidam anchusam vecant radice rubr â etc. a Graeco κάλλη, quod homonymum. De purpureo enim colore vocem alias usurpat Hesych. Καλλιάνθη, πορφυρᾶ, lege κάλλη, ἄνθη,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • CALLE — Graece κάλλη, Hesychio εἶδος ἀνθοποιὸν πρὸς βαφην` ἁρμόζον. Floris genus ad tingendum aptum. Vide ibid …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CORACINA Vellera — Straboni κοραξὰ, dicebantur, quae Romam afferebantur ex Hispania. Ita enim is l. 3. de Hispania, καλλὴ δὲ ἐςθὴς πρότερον ἤρχετο, νῦν δὲ καὶ ἔρια μᾶλλον τῶ κοραξων. Ubi de lanis loquitur coloris coracini sive corvini, quae ex Hispania in Italiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORYNGES Equi — apud Oppian. de Venatione l. 1. equi sunt varii, de quibus ita fcribit. Δοιὰ δ᾿ ἐπ᾿ Ω᾿ρύγγων τελέθει πολυανθέα κάλλη, Τοὶ μὲν γὰρ δειρὴν, καλλιτριχάτ᾿ ἐυρέα νῶτα Γεγράφαται δολιχῇσιν ἐπίτριμα ταινίῃσι, Τίγριες οἷα θοοὶ, κραιπνοῦ Ζεφύροιο γενέθλη …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARDI Maculae — Ierem. c. 13. v. 23. Graecis ποικίλματα, item σφραγῖδες, Chaldaeo scuta operis Phrygionici dicuntur: eô sensu, quô scutula vocamus segmenta in vestibus et maculas in equis; unde scutulatae vestes, et scutulati equi, apud Plin. l. 8. c. 48.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • αντιπροίκι — το (Μ ἀντιπροίκι) προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι αντιπροίκια», Γρυπάρης) νεοελλ. 1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από… …   Dictionary of Greek

  • εμπρός — Τίτλος ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας, που ιδρύθηκε το 1896 από τον Δημήτριο Καλαποθάκη. Στην εφημερίδα συνεργάστηκε ο Κωστής Παλαμάς, υπογράφοντας με το λατινικό γράμμα W, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που έγραψε χρονογράφημα με το ψευδώνυμο Διαβάτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”